- ἀποκλῷ
- ἀποκλάωbreak offpres opt act 3rd sgἀποκλάζωringfut opt act 3rd sgἀποκλάζωringfut opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποκλῶ — ἀ̱ποκλῶ , ἀποκλάω break off imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποκλάω break off pres imperat mp 2nd sg ἀποκλάω break off pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποκλάω break off pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποκλάω break … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… … Dictionary of Greek
προαποκλώ — άω, Α παθ. προαποκλῶμαι, άομαι σπάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποκλῶ «σπάζω, τσακίζω»] … Dictionary of Greek